- ρέστο
- -η, -ο, Ν1. αυτός που έχει απομείνει, ο υπόλοιπος2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρέσταα) υπόλοιπο χρηματικού ποσού το οποίο επιστρέφεται μετά την κράτηση τής ανάλογης τιμής ενός προϊόντος σε αγοραπωλησίαβ) (γενικά) τα υπόλοιπα χρήματα3. φρ. α) «έμεινα ρέστος»i) έμεινα χωρίς χρήματα, άφησα χρεωστικό υπόλοιποii) μτφ. έμεινα εκτεθειμένοςβ) «ζητάει και τα ρέστα» — λέγεται για κάποιον που, ενώ είναι ο ίδιος υπεύθυνος για κάτι, απαιτεί από τους άλλους να τού δώσουν λόγογ) «και τα ρέστα» — και τα λοιπάδ) «τα ρέστα μου» — λέγεται κατά την χαρτοπαιξία, όταν ένας παίκτης ποντάρει στο παιχνίδι ολόκληρο το ποσό που τού απομένει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. resto < λατ. resto «υπολείπομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.